- συνασθενῶ
- συνασθενέωto be ill together withpres subj act 1st sg (attic epic doric)συνασθενέωto be ill together withpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνασθενώ — έω, Μ 1. αρρωσταίνω ταυτόχρονα με άλλον 2. μτφ. (για τους πιστούς που ανήκουν στο σώμα τής Εκκλησίας) συμπάσχω, συμμετέχω στον πόνο τού συνανθρώπου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσθενῶ «αρρωσταίνω, είμαι αδύνατος» (< ἀσθενής)] … Dictionary of Greek